Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ήταν ένα μακρύ καλοκαίρι στο Marzahn – Ahrensfeld, μια εξοχική περιοχή στο ανατολικό Βερολίνο, μια εργατική γειτονιά, μια ανάμνηση «του κράτους των εργατών και των αγροτών». Έκανε αρκετή ζέστη, όχι τόσο δυσάρεστη και το φθινόπωρο αργούσε. Και μου το είχε πει ένα φίλος, τι πας να κάνεις στη Γερμανία, αντέχεις να καθαρίζεις; Αν έχεις μια «περιζήτητη» ειδικότητα, ακόμα και τεχνικό επάγγελμα, για παράδειγμα κομμώτρια ή υδραυλικός, έχεις ελπίδες για δουλειά. Η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα, μπορείς να μάθεις τα βασικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ειδικά αν έχεις μια ειδικότητα σχετική με την υγεία, π.χ. γιατρός ή νοσηλευτής, τότε είσαι περιζήτητος σε όλο τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για επαγγέλματα σχετικά με την τεχνολογία. Στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, το θέμα έκθεσης ήταν το εξής «Η επιλογή επαγγέλματος από τους νέους πρέπει να γίνεται με βάση τις ικανότητες, τις επιθυμίες ή τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης;» Και είχα απαντήσει ορθολογικά, πολύ κυνικά για ένα παιδί 18 ετών, ότι πρώτα πρέπει να κοιτάμε τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης και πήρα και 18. Μόνο που τον κανόνα αυτόν δεν τον εφάρμοσα και έβαλα πρώτα το μπορώ, μετά το θέλω και μετά την αποκατάσταση.
Δεν πίστευα πραγματικά ότι θα έβρισκα στη Γερμανία κάτι καλύτερο από την κατάστασή μου στην Ελλάδα. Θυμάμαι μια παλιά αγαπημένη μου καθηγήτρια που ήταν γειτόνισσα με μια καθαρίστρια και είχαν πολύ κακές σχέσεις, γιατί, όπως έλεγε, η καθαρίστρια τη ζήλευε. Της φώναζε «εγώ είμαι δούλα και εσύ είσαι κυρία»… Ε, λοιπόν ήξερα ότι δεν θα γινόμουν μονομιάς κυρία σε αυτή την ξένη χώρα και ας μιλούσα τα γερμανικά σαν μητρική γλώσσα. Ήθελα όμως την αλλαγή, την περιπέτεια. Μια περιπέτεια ήταν τα χρόνια στη Γερμανία και τελείωσε. Σε μια συνέντευξη κατέρρευσα όταν ζήτησαν να δουν μεταφρασμένο το… εκκαθαριστικό μου! Ich bin eine arme Griechin. Είμαι μια φτωχή Ελληνίδα… Μια μέρα μιλούσα στο κινητό με τους δικούς μου στην Ελλάδα και βγήκε ένας σεκιουριτάς και μου είπε να φύγω μπροστά από το μαγαζί… Δεν ήξερα ότι απαγορεύεται να μιλάω στο κινητό σε δημόσιο χώρο… Τι; Δεν είναι δημόσιος χώρος; Άρχισα να θυμώνω και τότε αυτός διπλώθηκε και ψέλλισε… Νας σας καλέσω ένα γιατρό;;; Ένα γιατρό; Νομίζεις πως δεν έχω όλα τα φλυτζάνια στο ντουλάπι; (γερμανική φράση: Νομίζεις ότι δεν πάω καλά) και τότε γέλασε, γέλασαν και μερικοί ακόμα που ήταν εκεί γύρω… Τους αφόπλισα με τις γνώσεις μου πάνω στους ιδιωματισμούς. Ξεκίνησα να φύγω, αλλά πριν φύγω τους είπα ότι πρώτη φορά βλέπω χωριό να περνάνε τρεις σιδηρόδρομοι… Λίγο πιο κάτω ήταν στο πεζοδρόμιο ο πάγκος της AfD (ξενοφοβικό κόμμα) και όποτε περνούσα, δεν μου δίνανε φυλλάδιο. Μοιάζω εγώ με ξένη;
Όπως είχε πει και ο Καζαντζάκης, η τέχνη είναι η αντιασφυξιογόνος μάσκα στις φοβερές αναθυμιάσεις του κόσμου. Πήγαινα λοιπόν στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, και γίνονταν πολλές. Διαλέξεις, βραδιές ποίησης, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συζητήσεις. Μια καλοκαιρινή Κυριακή, διοργανώθηκε συνάντηση σε μια πλατεία της γειτονιάς, όπου ο καθένας έπρεπε να φέρει και από ένα κέικ. Αποφάσισα να φτιάξω ένα κέικ ελληνικό. Αγόρασα από το σούπερμαρκετ ένα υποτίθεται καλής ποιότητας βιολογικό ελληνικό ελαιόλαδο (είχε και κάτι φτηνά ιταλικά λάδια που μύριζαν σαν το λάδι που ανάβουν οι γιαγιάδες το καντήλι), βιολογικά γερμανικά αυγά, ελληνικό γιαούρτι Ellinas και χρησιμοποίησα μαστίχα για αρωματικό. Η μαστίχα είναι το αγαπημένο άρωμα της μητέρας μου και είχα πάρει μαζί μου ένα σακουλάκι, σαν φυλαχτό. Είχα πάρει ένα κουτί μαγειρική σόδα που είχε μέσα ένα βιβλιαράκι με πληροφορίες και συνταγές. Μάφινς σοκολάτας με μαγειρική σόδα. Τα έφτιαξα και αυτά και πήγα στην πλατεία με τα μπολ μου. Είχαν ένα μακρύ τραπέζι με καρέκλες και ένα πάγκο με δοχεία για δωρεάν καφέ. Δεν ήξερα αν ήταν δωρεάν και δεν ρώτησα. Κάθισα στο τραπέζι, έβαλα μπροστά μου τα μπολ και δεν μπορούσα να κρύψω την κακή μου διάθεση και τη μοναξιά. Ώσπου αποφάσισα να γίνω λίγο πιο κοινωνική. Απέναντί μου καθόταν ένα αρκετά πρόσχαρο μεσήλικο ζευγάρι. Πάρτε λίγο κέικ. Είναι με μαστίχα. Μαστίχα, τι είναι αυτό; Με ρώτησε η γυναίκα. Είναι κάτι σαν βανίλια. Πώς αλλιώς να της το εξηγούσα. Είμαι από Ελλάδα και πρόσφατα μετακόμισα εδώ. Το κέικ σας έχει ωραία γεύση, αποφάνθηκε η γερμανίδα. Μετά έφαγε και ο άντρας της. Και η νύφη μας είναι από τη Ρουμανία. Μετά κάθισαν δίπλα μου κάτι νέα παιδιά. Δοκιμάστε κέικ. Αυτοί προτίμησαν τα κεκάκια σοκολάτας. Αρχίσαμε να μιλάμε με το μεσήλικο ζεύγος και μπήκε στην παρέα και ένα ηλικιωμένος άντρας, ψηλός και αδύνατος, θα πρέπει να ήταν 80. Μιλήσαμε για ανώδυνα θέματα, για ταξίδια, για φαγητά, για κηπουρική… Το μεσήλικο ζεύγος μιλούσε με ενθουσιασμό για το πρόσφατο ταξίδι του στο μακρινό Βιετνάμ, για το πόσο χαρούμενοι και καλοσυνάτοι είναι οι άνθρωποι εκεί.
Αναπόφευκτα η συζήτηση πήγε στην οικονομική κρίση, τους εξήγησα ότι στην Ελλάδα κόπηκαν οι συντάξεις και σχολίασαν ότι ούτε οι ίδιοι είναι ευχαριστημένοι με τις συντάξεις τους. Τους εξήγησα ότι οι νέοι έχασαν τις δουλειές τους και με συμβούλεψαν ότι εδώ μπορώ να βρω δουλειά. Εδώ έχει δουλειές. Ακόμα και αν δεν βρεις μια ολόκληρη δουλειά, θα βρεις 2 μισές δουλειές. Ναι, ξέρω. Εδώ είδα για πρώτη φορά και την έννοια… Minijob… Όπως λέμε μίνι φούστα, εδώ υπάρχει και η λέξη μίνι δουλειά. Εκεί ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Ότι παγκοσμίως οι δουλειές και τα εισοδήματα γίνονται μίνι, ενώ το κόστος ζωής παραμένη μέγκα. Μέγκα πρόβλημα. Πριν έμενα στο Moabit, τους ενημέρωσα. Η γυναίκα έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας, πού δεν κατάλαβα πραγματικά τι εννοούσε. Στο Moabit έμενα σε μια παλιά πολυκατοικία, στον πέμπτο όροφο χωρίς ασανσέρ, αλλά ήταν σε καλή κατάσταση. Στο ισόγειο, δίπλα, είχε ένα μαγαζάκι Tante – Emma – Laden. Αυτή θα είναι η θεία Emma, σκεφτόμουν. Αν και γενικά ο όρος σημαίνει μαγαζάκι παλαιού τύπου, μπακάλικο ή μίνι μάρκετ. Πουλούσε και καφέ. Ο μεσήλικος αντρας πήγε στον πάγκο και έφερε καφέ. Με ρώτησε αν θέλω και είπα ναι. Επιτέλους. Το Moabit ήταν μια περιοχή γεμάτη από ασιατικά και τούρκικα μαγαζιά. Ο κεντρικός εμπορικός δρόμος Turmstrasse. Το Frühstückshaus (καφετέρια για πρωινό) των Τούρκων, το ζαχαροπλαστείο των Σύριων που αν θέλεις τούρτα γενεθλίων πρέπει να την παραγγείλεις από πριν, αλλιώς να πάρεις μία κατεψυγμένη και υπομονή να ξεπαγώσει, το εστιατόριο των Ινδών, που σερβίρει σούπες και τσάγια και πιο κάτω, η Υπηρεσία Ασύλου. Είχε χαθεί ένα παδάκι προσφύγων τότε από εκεί. Είχαν βάλει παντού αφίσες. Πολλούς μήνες μετά βρέθηκε νεκρό, θύμα απαγωγής γερμανού. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί έκανα ένα τέτοιο μορφασμό η γερμανίδα με τη Ρουμάνα νύφη και τα ταξίδια στο Βιετνάμ… Μάλλον πως μέχρι την Ελλάδα και τα Βαλκάνια είμαστε υπάνθρωποι, αλλά και πάλι άνθρωποι. Πιο πέρα είναι κάτι άλλα… Εμένα μου άρεσε στο Moabit. Για την ακρίβεια, μου άρεσε εξίσου όπως στο Marzahn. Αλλά πιο πολύ μου άρεσε στο ιστορικό κέντρο. Πλατεία Alexanderplatz, λεωφόρος Karl Marx Allee, μεγάλα παλιά κτίρια, το πνεύμα μιας άλλης εποχής ζούσε δίπλα στα πολυτελή εμπορικά κέντρα και στα έθνικ μαγαζιά, στις ψαγμένες γκαλερί και στα τούρκικα ζαχαροπλαστεία και καφέ.
Μια άλλη μέρα πήγα σε ένα κέντρο, κάτι σαν ΚΑΠΗ, όπου γινόταν μια διάλεξη για την υγιεινή διατροφή. Η διαιτολόγος η ίδια ήταν πολύ παχουλή. Τελικά αν πεινάσεις ενδιάμεσα στα γεύματα πρέπει να φας ένα kohlrabi. Είναι ένα στρογγυλό ραπάνι. Το είδα και εδώ στη λαϊκή. Είχε άσπρα και μαύρα. Γέμισε ένας την τσάντα του μαύρα kohlrabi και σε λίγο τα έφερε πίσω. Νόμιζε πως ήτανε παντζάρια… Καλή ιδέα λοιπόν το ραπανάκι. Εδώ οι καλές δίαιτες συνιστούν στο ενδιάμεσο, αγγούρι άφθονο. Μου είχε στείλει τη δίαιτά της μια φίλη μου, που πλήρωνε την επίσκεψη 50 ευρώ και έλεγε στο ενδιάμεσο αγγούρι άφθονο ή φρούτο ή γιαούρτι ή παξιμαδάκια. Στις βραδιές ποίησης είχε πολύ ευγενικούς ανθρώπους, αλλά ντράπηκα να διαβάσω και εγώ τα γραπτά μου. Με προέτρεπε ένας πολύ καλός κύριος που καθόταν δίπλα μου να πω και εγώ, αλλά δεν ήθελα. Μετά από τόσο ρατσιμό, ακόμα και με τους ποιητές ένιωθα φόβο. Στη βιβλιοθήκη του χωριού, που είχε γίνει το στέκι μου, παρουσίασε ένα βράδυ το βιβλίο του ο Ρουμάνος συγγραφέας από Αυστρία, Καταλίν Ντόριαν Φλορέσκου. Der Mann der das Glück bringt. Ο άντρας που φέρνει την ευτυχία. Θυμάμαι μίλησε για μια μαγείρισσα που μαγείρευε σούπα κλαίγοντας και κάθε μέρα η σούπα από τα πολλά δάκρυα ήταν αλμυρή. Τι αηδίες είναι αυτές. Δεν το πήρα το βιβλίο, έκανε και είκοσι ευρώ. Στο νοσοκομείο. Μια μέρα πήγα στο νοσοκομείο… Είχα ασφάλεια. Θα μου έστελναν το λογαριασμό στο σπίτι και μετά εγώ θα έστελνα τα χαρτιά που πρέπει στο ΤΕΒΕ ώστε να πληρωθούν οι γερμανοί… Η κοπέλα στη ρεσεψιόν με ρώτησε πού είναι η Ελλάδα και την ενημέρωσα ότι είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια άλλη υπηρεσία έφτασαν στο σημείο να με ρωτήσουν αν η Ελλάδα είναι κοντά στο Πακιστάν. Μα ναι, δεν το ξέρατε, συνορεύει. Το μίσος όμως είναι αμφίδρομο. Το μαγαζάκι της θείας Όλγας ήταν επίσης αγαπημένο μου στέκι. Και τι δεν είχε. Ήταν σαν το μπακάλικο του θείου το Βασίλη που είχε δουλέψει χρόνια στη Γερμανία και όταν ήμουν παιδί ήμουν συνέχεια εκεί. Με τη θεία Όλγα τα λέγαμε, ήταν πολύ ενδιαφέρον άτομο. Επίσης πήγαινα τακτικά σε ένα συγκεκριμένο φαρμακείο που μου άρεσε η διακόσμησή του και είχε και πολλά καλλυντικά και διάφορα είδη διατροφής. Θυμάμαι και την κομμώτρια, δίπλα στη βιβλιοθήκη. Πόσο όμορφη και ευγενική ήταν. Είχα στο δάχτυλο ένα μικρό τατουάζ καρδούλα. Τι θυμήθηκα τώρα. Σε ένα ελληνικό νοσοκομείο ήταν μια κυρία Ρουμάνα, σε κακή κατάσταση και ο νοσηλευτής βλέποντας τα τατού στα χέρια της μονολογούσε, όλα τα ‘χε η Μαριορή… Άστο καλύτερα το τατού να το έχει στο δάχτυλό της η εικοσάχρονη κομμώτρια που είναι τέλεια… Τι μαλλιά… Λες να είναι extensions; Γίνεται να μοιάζεις με άγγελο ακόμα και αν τα χρόνια περάσουν;
Στην πλατεία Barnimplatz, στο μακρύ τραπέζι του κέικ, ο ψηλός και αδύνατος ηλικιωμένος αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να πει και εκείνος τον πόνο του. Ο κόσμος δεν ξέρει τι σήμαινε για μας να χωριστεί η πόλη στα δύο. Χωρίστηκαν οικογένειες. Δεν μπορούσαμε να επισκεφτούμε τους δικούς μας. Ο κόσμος ποτέ δεν υπολόγισε το δικό μας δράμα. Αυτός εδώ ο γέρος δεν μου έμοιαζε και για κομμουνιστή. Ηλικιακά, όπως τον βλέπω, μπορεί και να είχε πολεμήσει για την «πατρίδα» του. Μπορεί και στην Ελλάδα ή στην Κρήτη. Αυτός δεν είναι νεοναζί, είναι παλιός πάντως δεν ξέρω αν είναι ναζί ο άνθρωπος… Δεν ένιωσα καμία κατανόηση για το δράμα του, που χώρισαν την πόλη του στα δύο και τον απέκλεισαν από μέλη της οικογένειάς του. Δεν με νοιάζει που δεν είχαν καφέ Kronung και αμερικανικούς δίσκους. Κρυφά, λαθραία, έβρισκαν. Και έπειτα, το έχω μελετήσει το θέμα σε γερμανικό πανεπιστήμιο. Ο λαός ανέχτηκε τις πράξεις. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιστάθηκαν. Το γεγονός ότι «δεν ήξεραν» ήταν το μεγαλύτερο μαζικό ψέμα στην ιστορία της χώρας αυτής. Και τώρα γεια σας, γιατι σε λίγο πρέπει να φύγω…
Τώρα όμως τον καταλαβαίνω το γέρο. Τώρα δεν μπορώ να πάω στους συγγενείς μου τα σαββατοκύριακα και τις γιορτές. Δεν μπορώ να πάω μια βόλτα στην εξοχή ή στη θάλασσα. Θα είναι άσκοπη μετακίνηση. Όταν έγινε το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, εγώ χαιρόμουν, γιατί αντί για φρούτα τρώγαμε κομπόστες. Και λίγο αργότερα, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, κάτι είχα καταλάβει, είχα αισθανθεί ότι έγινε κάτι σοβαρό, το οποίο, όμως, δεν ένιωθα να με αφορά άμεσα. Θέλω η κατάσταση να ξεκαθαρίσει. Να λάμπουν όλα σαν καθρέφτες, να μπορούμε να πάρουμε μια βαθιά ανάσα, να είναι η ζωή ωραία. Τι έλεγε ο Βάρναλης στο ποίημα ο Κυρ Μέντιος; Σουτ, θα φας στον ουρανό; Ποιος το πιστεύει και ποιος το θέλει; Προτιμώ η αλήθεια και η ζωή να λάμψει εδώ και τώρα. Και έπρεπε να είχαν υπολογίσει ότι εδώ στην Ελλάδα η απουσία του κράτους αναπληρώνεται δυστυχώς με την αλληλεγγύη των μελών της οικογένειας, στηρίζουμε ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουμε και να διατηρήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή. Τώρα διαλύετε και τις οικογένειες, χωρίζετε τους ανθρώπους, να μείνουν μόνοι, αβοήθητοι. Όμως θα δείτε, το τείχος θα σπάσει.